- καθέσιμον
- καθέσιμον (sc. ἀργύριον), τό, ([etym.] καθίζω)A fee for attendance at the βουλή, IG22.956.14, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθέσιμον — καθέσιμον, τὸ (Α) [καθίζω] (ενν. αργύριον) επιγρ. χρηματική χορηγία … Dictionary of Greek